- ιδρωτίλα
- ημυρουδιά από ιδρώτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
γράσος — ο (Α γράσος) 1. δυσοσμία τράγου, τραγίλα 2. δυσοσμία από τον ιδρώτα τών μασχαλών τών ανθρώπων, ιδρωτίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράω «καταπίνω» (πρβλ. τράγος τρώγω) με επίθημα σο . Η λ. γράσος έχει και τη σημασία «τράγος» από μετωνυμία] … Dictionary of Greek
δρωτσίλα — η εξανθήματα τού δέρματος που προκαλούνται από τον ιδρώτα στις καλοκαιρινές ζέστες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρωτίλα < (αρχ. μτγν.) ιδρωτίς + (κατάλ.) ίλα] … Dictionary of Greek
κληματσίδα — και κλεμαξίδα, η (Μ κληματσίδα) κληματόβεργα, κληματίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κληματίς με μαλάκωμα τού τ , πριν από ι , πρβλ. ιδρωτίλα > δρωτσίλα] … Dictionary of Greek
κοτσίδα — η 1. πλεξίδα μαλλιών ή κλωστών 2. είδος τρίκλωνου γαϊτανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοττίς «κεφαλή» < κόττος. Για την τροπή τού τ(τ)ι σε τσι (τσιτακισμός) πρβλ. κληματίδα > κληματσίδα, ιδρωτίλα > δρωτσίλα] … Dictionary of Greek